- ταυρώπις
- -ώπιδος, ἡ, ΜΑβλ. ταυρωπός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταυρωπός — I Παραπόταμος του Αχελώου. Bλ. λ. Μέγδοβας. To φράγμα και η τεχνητή λίμνη στον ποταμό Ταυρωπό ή Μέγδοβα, γνωστή και ως λίμνη Πλαστήρα. II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 115 μ.) του νομού Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σοφάδων. * * * όν, θηλ.… … Dictionary of Greek